- συσσαρκωτικός
- -ή, -όν, Α [συσσαρκοῦμαι]αυτός που συντελεί στη συσσάρκωση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συσσαρκωτικός — depending on masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συσσαρκωτικῇ — συσσαρκωτικός depending on fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)